Τέμπη: Οι μηνύσεις των συγγενών για το μπάζωμα
Η «Ζούγκλα» φέρνει στο φως τις μηνύσεις των συγγενών, όπως κατατέθηκαν στις δικαστικές αρχές - «Πρωτοφανής η αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος», αναφέρουν 19 οικογένειες θυμάτων
Ο ένας μετά τον άλλο οι συγγενείς των θυμάτων στην εθνική τραγωδία των Τεμπών υποβάλλουν μηνύσεις κατά των υπευθύνων, όχι μόνο για το τι προκάλεσε το τραγικό δυστύχημα, αλλά και για τις ενέργειες που έγιναν μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων, όπως το μπάζωμα στον χώρο.
Η «Ζούγκλα» φέρνει στο φως τις μηνύσεις των συγγενών, όπως κατατέθηκαν στις δικαστικές αρχές.
Η μήνυση 19 οικογενειών
«Πρωτοφανής η αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος». Αυτό αναφέρουν οι 19 οικογένειες θυμάτων στη μήνυσή τους.
«Δυστυχώς, λίγες ημέρες μόλις μετά το δυστύχημα, άγνωστοι δράστες, υπό τις οδηγίες αγνώστων σε εμάς προσώπων προέβησαν σε μία πρωτοφανή αλλοίωση του τόπου του δυστυχήματος, υπό την ανοχή ή ολιγωρία ή παράλειψη, όσων είχαν την ευθύνη να φυλάσσουν το σημείο και να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος, δηλαδή να αποτρέψουν την αλλοίωση του χώρου που αποτελούσε τόπο τέλεσης εγκλήματος ή και εγκλημάτων», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι γονείς, δίνοντας στοιχεία για το τι έγινε κατά το μπάζωμα:
«Συγκεκριμένα, ειδικά συνεργεία με τη χρήση βαρέων μηχανημάτων, φορτηγών και μεγάλου αριθμού εργαζομένων, προέβησαν στην αφαίρεση χωμάτινων όγκων από το σημείο του δυστυχήματος, τα οποία μεταφέρθηκαν σε άγνωστο μέρος, ενώ στη συνέχεια προέβησαν στην επικάλυψη του χώρου με την επίστρωση, με υλικά που μεταφέρθηκαν από αλλού και συγκεκριμένα από χιλιάδες τόνους χαλικιού, ασφάλτου και αγνώστου σύστασης λευκού κονιάματος, καλύπτοντας ολόκληρη την έκταση που είχε καταλήξει φλεγόμενη η επιβατική αμαξοστοιχία μετά τη σύγκρουση. Η όλη διαδικασία διήρκησε αρκετές μέρες χωρίς κανείς από τα αρμόδια όργανα να ενδιαφερθεί να ελέγξει για τη νομιμότητα και σκοπιμότητα ή μη των ενεργειών αυτών.
Η πρωτοφανής αλλοίωση του χώρου του πολύνεκρου δυστυχήματος, συνιστά αναμφίβολα παράνομη πράξη, η οποία τελέστηκε πριν ακόμη επισκεφτεί τον χώρο κλιμάκιο της Χημικής Υπηρεσίας Λάρισας για να προβεί σε δειγματοληψία υλικών, που έλαβε χώρα στις 29 Μαρτίου 2023, πριν διοριστούν και προβούν σε αυτοψία οι πρώτοι χρονικά τεχνικοί σύμβουλοι οικογενειών των θυμάτων, που επίσης έκαναν αυτοψία στις 29-3-2023 και δίχως να συντρέχει καμία περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον, σύμφωνα και με το σχετικό έγγραφο της B’ Διεύθυνσης του Γενικού Χημείου του Κράτους.
Επιπλέον, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν συνέτρεχε ούτε καν επανέναρξη λειτουργίας του σιδηροδρόμου, ώστε να υποθέσει κανείς ότι προέβησαν σε τέτοιες ενέργειες κατόπιν αιτήματος της ΟΣΕ ΑΕ, της HELLENIC TRAIN ή της ΡΑΣ. Ας σημειωθεί δε ότι είχαν περάσει ελάχιστες ημέρες από τη θέσπιση του Ν. 5014/2023 «Θεσμικό πλαίσιο διερεύνησης αεροπορικών και σιδηροδρομικών ατυχημάτων για την ασφάλεια των μεταφορών», όπου αυτός διαπνέεται από τη διαφύλαξη πάσης φύσης πειστηρίων αεροπορικών και σιδηροδρομικών ατυχημάτων, πολλώ δε μάλλον αναφορικά με τον τόπο που έλαβε χώρα ένα τέτοιο πολύνεκρο δυστύχημα. Είναι δε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το έργο οποιασδήποτε ανακριτικής πράξης στον τόπο του εγκλήματος αλλοιώθηκε με απροκάλυπτο τρόπο, δίχως τη γνώση και την έγκριση καμίας δικαστικής αρχής ή άλλης αρχής διερεύνησης. Απόρροια αυτών των έκνομων ενεργειών ήταν να χαθεί πολύτιμο υλικό (χημικό και γενετικό) απαραίτητο για τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης όλων των κατά νόμο εμπλεκομένων αρχών, φορέων ή παραγόντων της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης, που θα φώτιζε τα αίτια του δυστυχήματος και θα αναδείκνυε τους υπεύθυνους αυτής της εθνικής τραγωδίας».
Στη μήνυση γίνεται σαφές ότι όλοι οι πραγματογνώμονες – διορισμένοι και τεχνικοί σύμβουλοι – δεν μπόρεσαν να κάνουν επί της ουσίας τη σωστή αυτοψία στον χώρο και να πάρουν στοιχεία τα οποία θα ήταν χρήσιμα για την έρευνα που έκαναν για την αποκάλυψη των πραγματικών – όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν – αιτιών της έκρηξης και της έκτασης της πυρκαγιάς.
«Ας σημειωθεί ότι οι παρεμβάσεις – αλλοιώσεις του τόπου του εγκλήματος έλαβαν χώρα σε ύποπτο χρονικό διάστημα και δη της ανάθεσης του ανακριτικού έργου από την κ. Πρωτοδίκη Ανακριτή στους δύο νυν Εφέτες Ανακριτές, όπου ουδείς εκ των εμπλεκομένων γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, αλλά και από την παραδοχή του Περιφερειάρχη Θεσσαλίας K. Κωνσταντίνου Αγοραστού προς την Πρόεδρο της Προσωρινής Διοίκησης του συλλόγου των θυμάτων του δυστυχήματος, κα Καρυστιανού, με την κυνική ομολογία ότι «εκτελούσε εντολές», προκύπτει ότι στις ενέργειες αυτές εμπλέκεται τουλάχιστον η Περιφέρεια Θεσσαλίας. Άλλωστε στο επίμαχο σημείο δεν θα μπορούσε να παρέμβει σε τέτοια έκταση, οποιοσδήποτε ιδιώτης με δική του πρωτοβουλία, δεδομένου ότι το σημείο δεν ανήκει σε ιδιώτη.
Επειδή εξ όλων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο τόπος του δυστυχήματος παρανόμως υπέστη αλλοίωση και ως εκ τούτου και η ανάκριση δυσχεράνθηκε ουσιωδώς, από τις έκνομες ενέργειες αγνώστων σε εμάς προσώπων, οι οποίοι ενήργησαν υπό τις εντολές και καθοδήγηση τρίτων επίσης αγνώστων, αλλά και υπό την ανοχή οργάνων που όφειλαν να αποτρέψουν τις ενέργειες αυτές και να διαφυλάσσουν τον χώρο του δυστυχήματος αναλλοίωτο τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο της ανάκρισης. Πέραν των ανωτέρω τίθεται εύλογο ερώτημα που χρήζει διερεύνησης, εάν έπρεπε να φυλάσσεται ο τόπος του δυστυχήματος από την αστυνομία, εάν τελικά φυλάσσονταν από αυτήν και μέχρι πότε και εάν έπαψε αυτή η φύλαξη κατόπιν εντολής κάποιου και ποιου».
Η μήνυση της οικογένειας Πλακιά
Οι γονείς των δίδυμων κοριτσιών, Θωμαής και Χρυσής και της ξαδέρφης τους, Αναστασίας, στις αρχές του χρόνου, στη μήνυσή τους, αναφέρουν:
«Λίγες μέρες μετά από το πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα, συνεργεία με τη χρήση βαρέων γερανοφόρων τηλεσκοπικών μηχανημάτων έργου και φορτηγών, συνοδευμένα από εργαζομένους, προέβησαν στην αφαίρεση χωμάτινων όγκων από τον τόπο του δυστυχήματος και του συνόλου των κατεστραμμένων (άμορφες μάζες) αμαξοστοιχιών. Στη συνέχεια, τα ανωτέρω συνεργεία, προέβησαν στην επικάλυψη του χώρου του δυστυχήματος με επίστρωση υλικών και ολόκληρη η έκταση που καταλάμβανε το συμβάν, όπως κατέληξαν οι συρμοί, μετά τη σύγκρουση τους, “αποκαταστάθηκε”».
Οι γονείς, στη μήνυσή τους, αναφέρουν ότι η κυβέρνηση έπρεπε να «εξαφανίσει» το σκηνικό του δυστυχήματος.
«Η αναδιαμόρφωση του σκηνικού του εγκλήματος, με τις ασφαλτοστρώσεις, που επακολούθησαν και την απομάκρυνση των αντικειμένων, διαδραμάτιζε αναντίρρητα από την πρώτη στιγμή κολοσσιαίο ρόλο για την εικόνα της Διοίκησης και Κυβέρνησης, δεδομένου ότι το σκηνικό του δυστυχήματος ήταν ένα καθόλα αποτρόπαιο θέαμα. Έπρεπε, με κάθε τρόπο το απόκοσμο σκηνικό, που θύμιζε τις διαχρονικά μνημειώδεις εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις της Ελληνικής Πολιτείας να “εξαφανιστεί”.
Οι γονείς επισημαίνουν ότι στην έρευνα που έγινε μετά την τραγωδία στον χώρο που φυλάσσονται τα βαγόνια, βρέθηκαν υπολείμματα οστών και βιολογικού υλικού:
«Αυτό και μόνο το στοιχείο αποδεικνύει ότι όταν έγιναν οι ενέργειες “μπαζώματος” ή “αποκατάστασης”, δεν είχαν ολοκληρωθεί όλες οι ανακριτικές πράξεις αυτοψίας, δεν είχαν συγκεντρωθεί όλες οι πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, δεν κατελήφθησαν όλα τα πειστήρια και γενικά δεν είχαν συλλεχθεί και διατηρηθεί όλες οι αποδείξεις για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος. Δεν βρέθηκε, σύμφωνα με ενημέρωσή μας, βιολογικό υλικό ή δείγμα για την ταυτοποίηση του 57ου θύματος του δυστυχήματος των Τεμπών. Μήνες μετά την τραγική ημερομηνία της 28ης Φεβρουαρίου 2023, η οικογένειά μας βρέθηκε στην αποτρόπαια θέση να αναγνωρίζει από τις πρώτες φωτογραφίες της ανωτέρω έρευνας, καμμένα αντικείμενα, κομμάτια ρούχων και κοσμήματα των αδικοχαμένων θυγατέρων μας».
Για τους γονείς ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με:
α) τη βιαστική απομάκρυνση των αποδεικτικών στοιχείων από τον τόπο που συντελέστηκε το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, με την εναπόθεσή τους σε άλλο φυλασσόμενο χώρο,
β) τον τρόπο, την αναγκαιότητα και σκοπιμότητα που έδρασε η Διοίκηση.