Κρινιώ Καλογερίδου: ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ (A’+Β’ Μέρος) Ο ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ (Α’ Μέρος)
Ανοιξιάτικο βράδυ, Αθήνα 1936, ένα μήνα μετά τον διορισμό ως πρωθυπουργού της Ελλάδας του Ιωάννη Μεταξά από τον βασιλιά Γεώργιο Β’. Στο δικηγορικό γραφείο του εκλεκτού δικηγόρου Αθηνών Πολυδεύκη Καλδή, το φως είναι αναμμένο ακόμα για χάρη ενός επισκέπτη που ήθελε να συζητήσουν κάτι επείγον.
Κάτι σχετικά με τη μήνυση που είχε υποβάλει για ένα προσβλητικό γι’ αυτόν δημοσίευμα της εφημερίδας ”Νέα Ημέρα” του Ιωάννη Χαλκοκονδύλη, γόνου παλαιάς βυζαντινής οικογένειας (μέλους της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδας), διευθυντή-εκδότη της εν λόγω εφημερίδας (΄βλ. Εμ. Κριαράς: ”Ο Συκουτρής και ο Δημοτικισμός”-Ο Ιω. Συκουτρής εξομολογούμενος [1979] & ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ 1238, 1979).
Ο νεαρός επισκέπτης-πελάτης του Καλδή δεν ήταν κάποιος τυχαίος, αφού είχε γίνει κιόλας διάσημος χάρη στα διανοητικά χαρίσματά του. Ήταν ο Ιωάννης Συκουτρής, γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας από τη Χίο γεννημένος στη Σμύρνη το 1901, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1918 με άριστα στην Ευαγγελική Σχολή, πριν ακολουθήσει την πορεία αναγνώρισης και καταξίωσής του.
Πορεία που προδιαγραφόταν λαμπρή, αφού απ’ τα δεκαπέντε του χρόνια ο Συκουτρής έδειχνε χαρακτηριστικά ”πρώιμης ιδιοφυίας”, δεδομένου ότι μιλούσε και έγραφε σε αττική διάλεκτο, με πρότυπο τον πρώτο αρχαίο λογογράφο Αντιφώντα (δάσκαλο του Θουκυδίδη).
Έμαθε τάχιστα Λατινικά, Γαλλικά και Γερμανικά, έγινε συνεργάτης του περιοδικού ”Αμάλθεια” του Σολωμονίδη και μέχρι το 1918 πρόλαβε να ιδρύσει τον φιλολογικό σύλλογο ”Επιστημονική Σμυρναίων Σύμβασις”, όπου κυριαρχούσε η αρχαῒζουσα καθαρεύουσα με στιχουργικά διανθίσματα από Σολωμό, Κάλβο, Σικελιανό.
Το 1919 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε αναδρομικά στο 2ο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα το 1922 σε συνθήκες εθνικού πένθους λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Ακολούθησε ο διορισμός του στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας. Η διετής παραμονή του στην Κύπρο ήταν ιδιαίτερα δημιουργική, αφού ο Συκουτρής διοργάνωνε διαλέξεις, συμμετείχε στην ίδρυση του ”Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως”, εξέδιδε το περιοδικό ”Επιστημονική Επετηρίδα” των καθηγητών, δημοσίευε φιλολογικές, λαογραφικές [50], παλαιογραφικές, αρχαιολογικές και ιστορικές μελέτες για την Μεγαλόνησο στο περιοδικό ”Κυπριακά Χρονικά” που είχε ιδρύσει, ενώ πριν φύγει πρόλαβε να γράψει μελέτη για τα λείψανα της εκκλησίας ”Παναγία Φανερωμένη”, στο χωριό Περιστερώνα Λευκωσίας και να ιδρύσει τον ”Σύλλογο των Νέων” και τον ”Φιλολογικό Όμιλο Λάρνακος”.
Με τον ερχομό του στην Αθήνα το 1924, διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο της Βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (που φέρει σήμερα το όνομά του), περίοδο κατά την οποία δημιούργησε την ”κλίκα των Σμυρνιών” (”Αθάνατη παρέα”) με μέλη (δια ψευδωνύμων) τον Ιω. Κακριδή (μετέπειτα κορυφαίο κλασικό φιλόλογο του ΑΠΘ), την μετέπειτα γυναίκα του Όλγα Κομνηνού, τον Κων. Δημαρά (μετέπειτα κριτικό, ιστορικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και καθηγητή στο ΑΠΘ και τη Σορβόννη), τον Β. Τατάκη (καθηγητή Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ) κ.αλ.
Το 1925 αναγορεύτηκε διδάκτωρ (επιβιώνοντας οικονομικά από τα χρηματικά βραβεία του Σεβαστοπουλείου Διαγωνισμού) με διατριβή βυζαντινού περιεχομένου (Μιχαήλ Ψελλού: Βίος και πολιτεία του Οσίου Αυξεντίου”, το πρώτον εκδιδόμενος υπό Ιω. Γ. Συκουτρή). Διατριβή που έγινε το διαβατήριό του για περαιτέρω σπουδές στα γερμανικά Πανεπιστήμια της Λειψίας και του Βερολίνου (με ελληνιστές καθηγητές όπως οι Βιλαμόβιτς, Γιέγκερ και Μάας).
Μέσα στα τέσσερα χρόνια που έμεινε για μετεκπαίδευση στη Γερμανία (1925-’29) — με ενδιάμεσο ”διάλειμμα” τις σπουδές στη Γαλλία — ο ”θεωρητικός της Λογοτεχνίας” Ιωάννης Συκουτρής αποκήρυξε τον κομμουνισμό και διακρίθηκε πολυπεπίπεδα εντυπωσιάζοντας τους πάντες, πράγμα που τον ανέβασε σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη ψυχολογικά από αυτά που βρισκόταν λόγω του πρόσφατου γάμου του στην Ελλάδα.
Του γάμου του με την Χαρά Πετυχάκη (μετέπειτα διευθύντρια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αρσακείου, κόρη του Γενικού Διοικητή των νήσων Χίου και Αρχιπελάγους Μίνωα Πιτυχάκη, οικονομικού υποστηρικτή και υπουργού των κυβερνήσεων του Ελ. Βενιζέλου).
Στη Γερμανία διακρίθηκε ως αναλυτής του Γκαίτε, σχολιαστής του Νίτσε και μεταφραστής του Βέμπερ, αλλά και για τις πρωτότυπες μελέτες του (σε γερμανική γλώσσα) για τον Δημοσθένη, τον Σπεύσιππο, τους Σωκρατικούς και την Ελληνική Ιστορία (βλ. περιοδικά ”Hermes”, ”Zeit”, ”Byzantinische” και ”Αθηνά”), ενώ αναγορεύτηκε διδάκτορας με εργασία του που είχε θέμα τον ”Επιτάφιο” του Δημοσθένη.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακά όλα όσα έκανε τότε και γι’ αυτό ενθουσίασαν δικαιολογημένα τους Γερμανούς και τον ίδιο τον Συκουτρή για την θερμή ανταπόκρισή τους στα έργα του, αν και από το τελευταίο ταξίδι του στη Γερμανία λίγα χρόνια αργότερα (1936) επέστρεψε απογοητευμένος, σε βαθμό να αρχίσει να κλείνεται στον εαυτό του προετοιμάζοντάς τον, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια (21 Σεπτεμβρίου 1937), για το τέλος του ”ηρωικού” ανθρώπου, αυτού που όδευε ”…υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του…”, όπως συνήθιζε να λέει.
Πράξεις και λόγια που χτυπούσαν καμπάνες κινδύνου (βλ. αυτοκτονικός ιδεασμός) και μου φέρνουν στον νου ασυναίσθητα τον ”Καιόμενο” του Σινόπουλου (”Ήτανστ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο όταν του μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.”) και τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Δημήτρη Λιαντίνη στο δρόμο για ”αναχώρηση” από τα εγκόσμια δια του Ταϋγέτου…
Ήταν λόγια ανθρώπου που είχαν γραφτεί απ’ το χέρι του Συκουτρή και προμηνούσαν τον επερχόμενο αυτοχειριασμό του. Κι αυτό με ξάφνιασε πολύ στην περίπτωσή του, γιατί — τον είχα μεν για άνθρωπο στοχαστικό και εσωστρεφή — αλλά με γυμνασμένες εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε κακοήθειες και πιέσεις.
Άνθρωπο με φιλοσοφικό και ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο απ’ το οποίο αντλούσε ψυχική δύναμη και όχι πεσιμιστή με αυτοκτονική προδιάθεση που παρέπεμπε στον Σοπενχάουερ και τον ”μαθητή” του Κώστα Καρυωτάκη. Υπολόγισα λάθος, ως φαίνεται, τα όρια της ευαισθησίας του και το μέγεθος του φθόνου των άλλων…
Μια που ανέφερα όμως το πολιτικό υπόβαθρο του χαρισματικού αυτού δασκάλου, θα πρέπει να λύσω μια παρεξήγηση σε βάρος του. Μπορεί ο Συκουτρής να διαπνεόταν από συντηρητικές/εθνικιστικές ιδέες, όμως αυτές ταυτίζονταν με τον υγιή Εθνικισμό/πατριωτισμό, όχι τον Φασισμό/Ναζισμό (εξού και η απογοήτευσή του στην τελευταία επίσκεψή του στην Ναζιστική Γερμανία το 1936. Εξού και η έγκαιρη αποστασιοποίησή του από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Μεταξά…).
Ο Εμμανουήλ Κριαράς, μάλιστα, προσδιορίζει τις εθνικιστικές ιδέες του Συκουτρή ως ”αριστοκρατική ιδεολογία”, με την έννοια της πνευματικής, της (”μεγαλοϊδεατικής”) αριστοκρατίας (Κριαράς: ”Ο Συκουτρής και ο Δημοτικισμός”- Ο Ιω. Συκουτρής εξομολογούμενος). Γι’ αυτό και ο ταλαντούχος φιλόλογος είχε ενταχθεί στις τάξεις των οπαδών του (υγιούς εθνικιστή και μεγαλοϊδεάτη) Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ αποστασιοποιήθηκε έγκαιρα από το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά το ’36 (κατά μαρτυρία του φίλου και δικηγόρου του Π. Καλδή).
Ας επανέλθουμε όμως στο έτος επιστροφής του Συκουτρή από τη Γερμανία (1929). Με την επιστροφή του στην Αθήνα, διορίστηκε καθηγητής στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο και στη συνέχεια βιβλιονόμος στην Ακαδημία Αθηνών, ενώ από το 1930 ακολούθησε καριέρα πανεπιστημιακή ως υφηγητής στην έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ”έχτισε” δια βίου τη φήμη του διακεκριμένου πανεπιστημιακού ”δασκάλου” εντυπωσιάζοντας από καθέδρας τους φοιτητές του. Εξελίχθηκε σε σπουδαίο πανεπιστημιακό με διεθνή απήχηση λόγω της ρητορικής του δεινότητας και μεταδοτικότητας, αλλά προπάντων λόγω του πολύμορφου συγγραφικού, μεταφραστικού και κριτικού έργου του στον παρελθόντα και τρέχοντα χρόνο, αφού το γράψιμο ποτέ δεν το άφησε.
Με όπλα τη γραφή και τη διδασκαλία του — το ”φωτεινό μετέωρο που κοσμεί το Πάνθεον των κορυφαίων και μοναδικών της Ελληνικής Γραμματείας κλασικών φιλολόγων” (κατά την Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών) και ”ο μοναδικός, ίσως, άγιος της ελληνικής φιλολογίας” (κατά Βασίλη Λεντάκη, επίκουρο καθηγητή της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ) — ανέδειξε τη ”διαλεκτική σχέση μεταξύ της κλασικής αρχαιότητας και της σύγχρονης εποχής”. Και τη ”διαλεκτική σχέση μεταξύ θεωρητικής φιλολογικής έρευνας και πρακτικών προβλημάτων της καθημερινότητας”.
Έργο που επιβεβαίωσε απόλυτα τον μετά τον θάνατό του (1937) χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Γερμανός δάσκαλός του Πάουλ Μάας (1880 – 1964), κλασικός φιλόλογος και βυζαντινολόγος:
”Ο Συκουτρής υπήρξε οξυνούστατος κριτικός του ελληνικού πεζού λόγου και αυτός που προήγαγε (αναβάθμισε) το ελληνικό έθνος μετά τον Κοραή!”.
Την ίδια γνώμη είχαν και οι φοιτητές του για τον υφηγητή Συκουτρή (σ.σ: δεν έγινε ποτέ καθηγητής λόγω του πολέμου που του έκαναν συνάδελφοί του, αν και οι παραδοσιοκράτες [βλ. Νικ. Εξαρχόπουλος] αναγνώριζαν ότι ήταν ”ο κράτιστος των φιλολόγων τους οποίους παρήγαγε η Ελλάς μετά τον Κοραή”, χωρίς να του δίνουν όμως το δικαίωμα να γίνει καθηγητής στο ΕΚΠΑ, γιατί ”δεν ήταν δικός τους”…
Κρινιώ Καλογερίδου
B’ ΜΕΡΟΣ
ΠΟΙΟΙ ΚΑΙ ΠΏΣ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΤΟΝ Ι. ΣΥΚΟΥΤΡΗ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Τα ”φώτα ολόφωτα” της δημιουργικής καθημερινότητας του Ιωάννη Συκουτρή, που σκιαγραφούσαν ένα σπάνιο πορτραίτο διανοούμενου το οποίο εντυπωσίαζε για την πλουσιόδωρη συγγραφική παραγωγή και την ”ηρωική αντίληψη της ζωής του”, δεν κάλυπταν πλήρως συναισθηματικά τον διακεκριμένο φιλόλογο και ακαδημαϊκό λόγω της πεσιμιστικής προδιάθεσης και μοναχικότητάς του.
Μοναχικότητας που άρχισε να έχει επιπτώσεις και στον χαρακτήρα του (γινόταν ενίοτε ”πικρός, δύσθυμος και βίαιος”, κατά μαρτυρία του συμφοιτητή του Γιαννη Αναγνωσταρά, που θυμόταν τη βίαιη αποχώρηση Συκουτρή από συγκέντρωση του νεοϊδρυμένου το 1924 ”Επιστημονικού Ομίλου”, όπου μίλησε σε άπταιστη καθαρεύουσα ενώπιον πλειάδας δημοτικιστών οι οποίοι αντιδρούσαν θορυβωδώς προκαλώντας τον [βλ. Εμ Κριαράς: ”Ο Ιωάννης Συκουτρής εξομολογούμενος”).
Μοναξιάς που την έσπαγε περιοδικά η πεζοπορία (σ.σ: ήταν μανιώδης πεζοπόρος-επισκέπτης αρχαιολογικών χώρων) και η αλληλογραφία του Συκουτρή με τέσσερις παλιές μαθήτριές του (Αγλαΐα Φακάλου, Μαρία Κακισοπούλου, Μαρίκα Στρομπούλη και Ηρώ Κουρμπέτη) σε ύφος ερωτικής (πλατωνικής) τρυφερότητας.
Συχνότερη ήταν η επαφή του με την Αγλαῒα Φακάλου-Μακάρωφ, μαθήτρια και φίλη του από το Elgersburg της Γερμανίας στην οποία έστειλε το τελευταίο του γράμμα (12 Αυγούστου του 1937) προσφωνώντας την ”Καλή μου Αγλαῒτσα”, με καταληκτική υπόμνηση ”ΜΕ ΦΙΛΙΑΝ ΠΑΝΤΟΤΙΝΗΝ ΚΑΙ ΑΔΟΛΗΝ”), μόλις ενάμιση μήνα πριν το πρόωρο τέλος του.
Οι φθονεροί του χώρου του είχαν τη δική τους συμβολή στο πρόωρο τέλος του Συκουτρή, ασφαλώς, γιατί (ψευδόμενοι) τον παρουσίασαν ως ομοφυλόφιλο (”έγκλημα καθοσιώσεως” και ”στιγματισμού δια βίου” εκείνη την εποχή) με σκοπό να εμποδίσουν την επαγγελματική του εξέλιξη γνωρίζοντας ότι κάθε τέτοια εκδήλωση θα προκαλούσε έκρηξη σε βάρος του από την αθηναϊκή συντηρητική κοινωνία του Μεσοπολέμου της εποχής τους και θα παρέλυε την καριέρα του.
Σημειωτέον ότι για το θέμα της σεξουαλικής προτίμησης του Συκουτρή δεν υπήρχαν αποδείξεις και ο ίδιος — όπως προείπα — ήταν παντρεμένος και ερωτευμένος με τη Χαρά Συκουτρή, τη γυναίκα του, στην οποία είχε αφιερώσει την μετάφρασή του στο ”Συμπόσιον” του Πλάτωνα…
Υπήρχαν, ωστόσο, δύο σκιές στη ζωή του, που τις θεωρούσε δράμα της μοίρας του. Δράμα που αφορούσε τη στέρηση δύο πραγμάτων, όπως εξομολογήθηκε στον Αθηναίο φίλο και δικηγόρο του Πολυδεύκη Καλδή την νύχτα της συνάντησής τους το ’36 (”εξομολόγηση” που αποκάλυψε ο Καλδής — μετά τον θάνατο του Συκουτρή — στον φίλο του Εμμ. Κριαρά το ’79 και δέχθηκε την ίδια χρονιά να δημοσιευτεί στην ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ):
1. Τη στέρηση της γενέθλιας γης του (όπου θα ήθελε να ζούσε μέχρι τον θάνατό του) και 2. Τη στέρηση απογόνων για διαιώνιση της ύπαρξής του, χωρίς να διευκρινίσει ωστόσο ο Συκουτρής στον Καλδή τον λόγο αδυναμίας απόκτησης παιδιών.
Ήταν ξεκάθαρο, όμως, ότι ο λαμπρός φιλόλογος πίστευε το ’36 πως οι αιτίες αυτές εκμηδένιζαν κάθε νόημα στη ζωή του, όπως συμπέρανε ο Αθηναίος δικηγόρος και φίλος του Συκουτρή. Πεσιμιστικές σκέψεις, ασφαλώς, που διαμορφώθηκαν στον τελευταίο και για έναν ακόμα τρέχοντα λόγο. Γιατί εκείνη τη χρονιά (1936) είχε ξεκινήσει εναντίον του συντονισμένη συκοφαντική επίθεση από αντιδραστικούς κύκλους με δημοσιεύματά τους στο περιοδικό ”Επιστημονική Ηχώ”.
Όλα αυτά είχαν, ως φαίνεται, αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχικό κόσμο του Συκουτρή. Το αποκαλύπτει, άλλωστε, δραματικά — ένα χρόνο μετά την εξομολόγησή του στον δικηγόρο του — η επιστολή που έστειλε από την Ικαρία (όπου έκανε διακοπές με τη γυναίκα του) προς την διαβιούσα στη Γερμανία μαθήτριά του Αγλαῒα Φακάλου-Μακάρωφ (”Ολοένα αισθάνομαι να σκοτεινιάζη γύρω μου και μέσα μου… Τραβώ διαρκώς μπροστά και απόπειρες κάνω πολλές να ξεφύγω από το πολυδαίδαλο αδιέξοδο που μ’ έχει σπρώξει η ζωή, η μοίρα μου καλύτερα…”).
Σ’ αυτά τα δυσοίωνα, εντωμεταξύ, προστέθηκαν και οι αθλιότητες συναδέλφων του που υπονόμευαν την εξέλιξή του στο ΕΚΠΑ μιλώντας για ομοφυλοφιλία του Συκουτρή με στοιχείο ένδειξης την εισαγωγή του (Προλεγόμενα) στο ”Συμπόσιο του Πλάτωνα” (εκδ. 1934), η οποία ”σκανδάλισε τη συντηρητική ελληνική κοινωνία το 1934” εξαιτίας της αναφοράς του διάσημου φιλολόγου στον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα.
Οι ομότεχνοί του που τον φθονούσαν, προφανώς, βρήκαν την αφορμή που ζητούσαν για να διασπείρουν χοληφόρες ”ερμηνείες” κατηγορώντας τον άδικα ότι επινόησε τα περί γενετήσιων σχέσεων στην αρχαία Ελλάδα.
Φευ! Το μελάνι της συκοφαντικής σουπιάς που εκτόξευσαν πέτυχε, τελικά, τον δόλιο στόχο του. Λειτούργησε ως δίκη προθέσεων σε βάρος του προικισμένου φιλολόγου, αφού — διασύροντας τον ίδιο και το έργο του σε ηθικό επίπεδο — τον οδήγησε στην απαξίωση ματαιώνοντας την ισχυρή πιθανότητα να αποκτήσει πανεπιστημιακή έδρα, να γίνει καθηγητής πανεπιστημίου το 1936, όπως επιθυμούσε.
Αυτός ο ψυχοφθόρος, ανηλεής πόλεμος, που γινόταν μελετημένα, εξέθεσε ανεπανόρθωτα τον Συκουτρή ως προσωπικότητα κύρους οδηγώντας τον σε επαγγελματικό και προσωπικό αδιέξοδο, αν και ο ίδιος είχε απαντήσει πειστικότατα στους επικριτές του με το άρθρο του ”Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου. Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι” (1937), στο οποίο ανέτρεψε ένα προς ένα τα επιχειρήματα των κατηγόρων του.
Το αδιέξοδο ωστόσο, στο οποίο οδηγήθηκε ο Συκουτρής απ’ τις κακοήθειες του ενός και του άλλου, κλόνισε περαιτέρω το νευρικό του σύστημα και εκτίναξε το προϋπάρχουν υπόστρωμα της κατάθλιψης για τους λόγους που εξομολογήθηκε στον δικηγόρο του Πολυδεύκη Καλδή το ’36. Λόγους στους οποίους προστέθηκε, εντωμεταξύ, και η καταδίκη του από την Ιερά Σύνοδο τον Μάιο του 1937 σε τεύχος της ”Φωνής της Εκκλησίας”.
Υπό το βάρος όλων αυτών των αθλιοτήτων, ο Συκουτρής οδηγήθηκε στην αυτοχειρία. Η τραγική απόφασή του να τερματίσει πρόωρα τη ζωή του (ήταν μόλις 36 χρονών) είχε προετοιμαστεί απ’ την προηγούμενη της αυτοκτονίας του.
Από την ημέρα της πεζοπορίας του στην Ακροκόρινθο, σε κάποια στιγμή της οποίας έγραψε ένα δυσανάγνωστο, βιαστικό σημείωμα (τύπου πρόχειρης, χειρόγραφης διαθήκης) με παραλήπτη τον καθηγητή του Πολυτεχνείου Άγγελο Καλαμαρά, στον οποίο κληροδοτούσε τα βιβλία του στην Ακαδημία και ζητούσε να δημοσιευτεί το τμήμα της εισαγωγής στην ”Ποιητική” του Αριστοτέλη, ενώ στη γυναίκα του Χαρά άφηνε ένα χρηματικό ποσό.
Το βράδυ της ίδιας μέρας επέστρεψε κατάκοπος στο ξενοδοχείο ‘Κεντρικόν’ της Κορίνθου (21 Σεπτεμβρίου του 1937), όπου βρέθηκε την επομένη νεκρός δίπλα στο φαρμακευτικό μπουκάλι υπνωτικού Veronal που κατανάλωσε και ένα βιβλίο του Πλάτωνα (”Φαίδων” ή ”Περί ψυχής”)…
Ήταν ένα άδοξο, πικρό τέλος για τον μεγάλο ερευνητή και δημιουργικό επιστήμονα που κόσμησε τα Ελληνικά Γράμματα όχι μόνο με τον στοχαστικό λόγο, τη γνώση και τη σοφία του, τον πλατωνικό ιδεαλισμό και τον ρομαντικό εθνικισμό του, αλλά με όλη εν γένει την προσωπικότητά του.
Προσωπικότητα που τη δονούσε το πάθος και η πνοή του αιώνιου Δασκάλου, η διάθεση να βοηθήσει τους μαθητές/φοιτητές του στις δύσκολες στιγμές των πνευματικών και ηθικών κρίσεων και το πάθος του να τους μεταγγίσει γνώσεις και να διαμορφώσει γι’ αυτούς υψηλά ιδανικά, όπως η φιλοπατρία, η αγωνιστικότητα, η πειθαρχημένη ελευθερία, η βαθιά και αληθινή θρησκευτικότητα και η ”ηρωική αντίληψη της ζωής” που δεν υπέκυπτε σε πειρασμούς του υλικού κόσμου.
Προσωπικότητα που λείπει κραυγαλέα στην αποπνευματοποιημένη εποχή μας και θα κάλυπτε με την παρουσία της το έλλειμμα πολυεπίπεδης ποιότητας (διαχρονικό δεδομένο της προϊούσας παρακμής μας) περνώντας στους καθεύδοντες υπό μανδραγόρα εκπαιδευτικούς και νεολαιῒστικους κύκλους αυτό που είχε γράψει κάποτε σε μαθητή του ο αείμνηστος Ιωάννης Συκουτρής σε τόνο εξομολογητικό:
”Μα είναι για το δάσκαλο η μεγαλυτέρα, η αιωνιωτέρα ηδονή, όταν κατορθώση να βοηθήση τους μαθητάς του να βρουν τον εαυτό τους και να βρουν στον εαυτό τους ό,τι διαρκές και γόνιμον υπάρχει. Αυτό εφιλοδόξησα”!.. («ΤΟ ΒΗΜΑ», 29.12.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ).